Μία πρόσφατη μελέτη έριξε φως στις πιθανές αιτίες του μακροχρόνιου COVID, μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα συμπτώματα που επιμένουν για μήνες ή ακόμη και χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη από SARS-CoV-2. Η ανοσολόγος Andrea Wong του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και η ομάδα της διερεύνησαν τις βιολογικές αλλαγές σε ασθενείς με μακρά COVID, με στόχο να αποκρυπτογραφήσουν την πολύπλοκη σειρά συμπτωμάτων που βιώνουν τα άτομα αυτά.
Προηγούμενες έρευνες είχαν εντοπίσει διάφορους παράγοντες που συμβάλλουν στη μακροχρόνια COVID, όπως η αυξημένη πήξη του αίματος, η παρατεταμένη παρουσία του ιού, η επίμονη φλεγμονή και η δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος. Ωστόσο, η νέα μελέτη υποδηλώνει ότι οι μηχανισμοί αυτοί μπορεί να είναι αλληλένδετοι, εξηγώντας ενδεχομένως τις γνωστικές δυσκολίες και την απώλεια μνήμης που αναφέρουν οι ασθενείς με μακρά COVID.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από 58 ασθενείς με μακροχρόνιο COVID και διαπίστωσαν εξαντλημένα επίπεδα σεροτονίνης. Πρόκειται για έναν χημικό αγγελιοφόρο που είναι γνωστός για το ρόλο του στη ρύθμιση της διάθεσης, τη μνήμη, τη νόηση και τον ύπνο. Επιπλέον, οι ασθενείς με μακρά COVID παρουσίασαν ίχνη ιικών σωματιδίων στα κόπρανά τους.
Η μελέτη πρότεινε ένα μονοπάτι που συνδέει την ανεπάρκεια σεροτονίνης στο έντερο, όπου παράγεται κυρίως, με τις επιδράσεις της στον εγκέφαλο. Το παραμένον ιικό υλικό θα μπορούσε να προκαλέσει ανοσολογικές αντιδράσεις που οδηγούν σε φλεγμονή, περιορίζοντας την απορρόφηση της τρυπτοφάνης – ένα αμινοξύ που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σεροτονίνης – στο έντερο.
Αυτή η επίμονη φλεγμονή επηρέασε επίσης τα αιμοπετάλια, τα κύτταρα του αίματος που εμπλέκονται στην πήξη και τη μεταφορά σεροτονίνης. Η μειωμένη κυκλοφορία της σεροτονίνης εξασθένησε τη δραστηριότητα του πνευμονογαστρικού νεύρου, το οποίο επικοινωνεί σήματα μεταξύ του εγκεφάλου, του εντέρου και άλλων οργάνων.
Σε ποντίκια, τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης και η μειωμένη δραστηριότητα του πνευμονογαστρικού νεύρου που προέκυψαν από ιογενή λοίμωξη οδήγησαν σε διαταραχές της μνήμης. Είναι ενδιαφέρον ότι οι βλάβες αυτές μπορούσαν να αποτραπούν όταν αποκαθίσταντο τα επίπεδα σεροτονίνης, γεγονός που υποδηλώνει μια πιθανή οδό για τη θεραπεία.
Αν και η μελέτη παρέχει πολύτιμες πληροφορίες, απαιτείται περαιτέρω έρευνα, ιδίως σε ανθρώπους, για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα αυτά. Επιπλέον, οι ερευνητές πρέπει να κατανοήσουν γιατί ορισμένοι ασθενείς με μακρά COVID σε μία διαφορετική ομάδα δεν εμφάνισαν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης.
Η ελπίδα είναι ότι αυτές οι ανακαλύψεις θα εμπνεύσουν κλινικές μελέτες, που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη νέων διαγνωστικών εργαλείων και θεραπειών για τη μακρά COVID, αντιμετωπίζοντας την επείγουσα ανάγκη για λύσεις στη διαχείριση αυτής της πάθησης.
Ακολουθήστε το Techmaniacs.gr στο Google News για να διαβάζετε πρώτοι όλα τα τεχνολογικά νέα. Ένας ακόμα τρόπος να μαθαίνετε τα πάντα πρώτοι είναι να προσθέσετε το Techmaniacs.gr στον RSS feeder σας χρησιμοποιώντας τον σύνδεσμο: https://techmaniacs.gr/feed/.